- σημαδούρα
- [симадура] ουσ. Θ. буй, якорный бакен,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… … Dictionary of Greek
σημαδούρα — η σημάδι που επιπλέει στη θάλασσα και δείχνει το βάθος της, σημαντήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαντηρόδεσμος — ο, Ν ναυτ. ο πεισματιόδεσμος, κόμπος με τον οποίο προσδένεται σε μεγάλη άγκυρα το σχοινί που τήν συνδέει με την σημαδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαντήρ, ῆρος «σημαδούρα» + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
τσαμαδουρόσχοινο — το, Ν σχοινί που συνδέει την άγκυρα με τη σημαδούρα η οποία δείχνει τη θέση της, αλλ. σημαντηρόσχοινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμαδούρα / σημαδούρα + σχοινί] … Dictionary of Greek
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
άρτημα — ἄρτημα, το (Α) [αρτώ] 1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι 2. το σχοινί για ανάρτηση 3. η σημαδούρα 4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης … Dictionary of Greek
ανεμούρι — το (Μ ἀνεμούριον) ο ανεμοδείκτης νεοελλ. 1. ο παιδικός χαρταετός 2. σημαδούρα δεμένη στην άκρη του διχτιού … Dictionary of Greek
επιγραφίδα — η [επιγράφω] ξυλουργικό εργαλείο με το οποίο χαράζουν πάνω σε σανίδα ευθείες γραμμές, παράλληλες με τις πλευρές τής σανίδας, η σημαδούρα, ο γράφτης … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
σαμαδούρα — και σαμαντούρα, η, Ν βλ. σημαδούρα … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek